εμπόδιση — εμπόδιση, η και εμποδισμός, ο 1. η παρεμπόδιση. 2. (ναυτ.), η μη εκτέλεση δρομολογίου πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπόδιση — και μπόδιση, η (Α ἐμπόδισις) η ενέργεια τού εμποδίζω, η παρακώλυση, η παρεμπόδιση, το εμπόδιο νεοελλ. ναυτ. η μη εκτέλεση δρομολογίου από ένα πλοίο λόγω ανωτέρας βίας … Dictionary of Greek
εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) … Dictionary of Greek
εμπόδισμα — και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα) εμπόδιση μσν. 1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή 2. φυσικό ελάττωμα 3. άρνηση … Dictionary of Greek
προκατάσχεσις — έσεως, ἡ, Μ [προκατέχω] η εκ τών προτέρων κατάσχεση, αναστολή, εμπόδιση («προκατάσχεσις ὑδάτων», Λέων Διακ.) … Dictionary of Greek
εμποδισμός — ο βλ. εμπόδιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπόδισμα — το, ατος 1. εμπόδιση (βλ. λ.). 2. εμπόδιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)